- ἀβόσκητος
- ἀβόσκητοςpasturelessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αβόσκητος — η, ο (Α ἀβόσκητος, ον) [βόσκω] νεοελλ. 1. (για τόπο) αυτός που δεν βοσκήθηκε 2. (για ζώα) αυτός που δεν βόσκησε αρχ. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βοσκή … Dictionary of Greek
αβόσκητος — η, ο 1. (για τόπους), εκείνος που δε βοσκήθηκε: Το λιβάδιήταν αβόσκητο. 2. (για ζώα), εκείνος που δε βόσκησε: Τη μέρα εκείνη τα πρόβατα έμειναν αβόσκητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβόσκητον — ἀβόσκητος pastureless masc/fem acc sg ἀβόσκητος pastureless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοσκήτων — ἀβόσκητος pastureless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)